-
1 στυγ-άνωρ
στυγ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, den Mann od. das männliche Geschlecht hassend, Ἀμαζόνων στρατός, Aesch. Prom. 726.
-
2 στυγανωρ
См. также в других словарях:
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek